Κι αν δεχτούμε ότι η διαπραγμάτευση δεν τελείωσε στις 12 Ιούλη…

Για μια ήττα και μια νίκη

Νομίζω ότι βρισκόμαστε σε μια συγκυρία για την αριστερά, τέτοια που πρέπει κανείς να φοβάται τις βεβαιότητες (από όποια πλευρά κι αν βρίσκονται).

Ο ΣΥΡΙΖΑ βγαίνει από μια περίοδο στην οποία προηγήθηκε μια μεγάλη ήττα και μια σημαντική νίκη. Η ήττα αναφέρεται βέβαια στην υπογραφή μιας συμφωνίας, το περιεχόμενο της οποίας είναι στον αντίποδα του προγράμματος και των ιδεών της Αριστεράς.

Η νίκη αναφέρεται στη λαϊκή εμπιστοσύνη προς το ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές, ότι μπορεί να εφαρμόσει αυτό το πρόγραμμα με τρόπο όσο το δυνατόν λιγότερο επώδυνο απέναντι στην πλειονότητα της κοινωνίας.

Χωρίς βεβαιότητες, λοιπόν, έχω ωστόσο μια πεποίθηση ότι η αφετηρία για ένα σχέδιο του επόμενου διαστήματος, δεν μπορεί παρά να έχει υπ’ όψη της αυτά τα δύο στοιχεία, την ήττα και τη νίκη, κρατώντας τα διακριτά, χωρίς να «σβήνει» το ένα με την επίκληση του άλλου.

Και επειδή η νίκη ακολούθησε την ήττα, η συνύπαρξη αυτών των δύο έχει σημασία ως προς την ερμηνεία του εκλογικού αποτελέσματος. Εάν ο λαός αποδεχόταν το τρίτο μνημόνιο – όπως λέγεται συχνά- και επεδίωκε απλά την εφαρμογή του σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, θα επέλεγε και έναν πιο αυθεντικό εκφραστή του μνημονίου και της ιδεολογίας που το έχει κατασκευάσει.

Το ότι επέλεξε το ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να κάνει απλά και μόνο με την επιβεβαίωση της προεκλογικής του ρητορικής, ούτε απλά και μόνο «με τη λάμψη του Ηγέτη» –κι ας λέγεται κι αυτό συχνά.

Σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με αυτό που ο ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε τα προηγούμενα χρόνια ότι εκπροσωπεί, τις υποτελείς τάξεις, τον κόσμο της εργασίας. Και αυτό είναι το καταστατικό στοιχείο της ύπαρξής μας, αυτό που θα απειληθεί περισσότερο το επόμενο διάστημα. Η απειλή αυτή δε θα έρθει ως παρενέργεια του σχεδίου του αντιπάλου αλλά αποτελεί κεντρικό του στόχο.

Γι’ αυτό και η διαφύλαξη της ταυτότητάς μας δεν αποτελεί σήμερα ένα αριστερίστικο αντανακλαστικό ή μια ομφαλοσκόπηση, αλλά σχετίζεται άμεσα με το να πετυχαίνουμε νίκες μέσα στο στρατόπεδο του αντιπάλου, προς όφελος των εργαζομένων.

Με βάση και τη συζήτηση στην ΚΕ, φαίνεται να διαμορφώνεται το εξής σχήμα για την αμέσως επόμενη περίοδο: «εφαρμόζουμε το πρόγραμμα για να πάρουμε κάποια πρώτα credits από τους δανειστές» – «μετά, αξιοποιούμε τα credits, για να θέσουμε πιο επιτακτικά το ζήτημα του χρέους» – «κερδίζουμε ό,τι μπορούμε από τα ανοιχτά σημεία της συμφωνίας» – «παλεύουμε άγρια ενάντια σε διαφθορά/διαπλοκή».

Δύο παρατηρήσεις ως προς αυτά.

1) Οι σχέσεις διαπλοκής, το πελατειακό κράτος και η διαφθορά αποτελούν δομικά στοιχεία του ελληνικού αστισμού, σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό από ό,τι σε άλλες χώρες. Επίσης, ισχύει ότι η πάταξη της διαφθοράς είναι πάνδημο κοινωνικό αίτημα και κάτι για το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ εμπνέει εμπιστοσύνη ότι μπορεί να το κάνει. Ωστόσο, ο ταξικός προσανατολισμός της πολιτικής μας δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τον πόλεμο ενάντια στη διαφθορά και τη διαπλοκή.

Πρώτα και κύρια επειδή η άνιση και κοινωνικά άδικη κατανομή του πλούτου γίνεται, κατά ένα μεγάλο μέρος, με διαδικασίες νόμιμες, «πάνω απ’ το τραπέζι». Νόμιμες ήταν οι μεγάλες φοροαπαλλαγές που απολάμβανε το κεφάλαιο τα προηγούμενα χρόνια, νόμιμη ήταν η χαμηλή φορολογία των εφοπλιστών, η μη φορολόγηση μεγάλων ακινήτων στο εξωτερικό, οι μεγάλες καταθέσεις στο εξωτερικό κλπ.

Εκεί υπάρχει πεδίο για εύρεση «ισοδυνάμων»; Γίνονται ίσως κάποια βήματα. Να γίνουν περισσότερα. Και αν ακόμα χάνουμε στο πεδίο της αναδιανομής, να δίνουμε τη μάχη ανοιχτά. Για να αντιπαρατεθούμε με την ιδεολογία που έφτιαξε το μνημόνιο, η οποία ξέρει ότι κομμάτι της νίκης της θα είναι να ηγεμονεύσει ως «κοινή λογική». Και σίγουρα βοηθάει την ηγεμόνευση του αντιπάλου, η αντικατάσταση του ταξικού αιτήματος από την ηθικολογία μιας κυβέρνησης που παλεύει να καθαρίσει «την κόπρο του Αυγεία».

2) Πολλές από τις τοποθετήσεις στην ΚΕ έθεταν ως πρόβλημα της επόμενης περιόδου την αντίφαση ανάμεσα στην εφαρμογή ενός δύσκολου προγράμματος και τις πιθανές αντιστάσεις που θα αναφύονται στην κοινωνία απέναντι σε αυτό το πρόγραμμα. Αντιστάσεις, διεκδικήσεις, διαδηλώσεις.

Κάποιες τοποθετήσεις επιχείρησαν να απαντήσουν στο ζήτημα, κινήθηκαν όμως ως επί το πλείστον σε μια λογική ότι αυτό είναι κάτι που πρέπει να το «προλάβουμε», να το αντιμετωπίσουμε, να είναι έτοιμη η κυβέρνηση να δώσει λύση.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η τοποθέτηση του σ. Αριστείδη Μπαλτά. Ο σ. Μπαλτάς, αφού αναφέρθηκε στην ανάγκη κοινωνικής γείωσης των οργανώσεων βάσης, ώστε να μεταφέρουν προβλήματα και αιτήματα στα όργανα του κόμματος και στην κυβέρνηση, έθεσε στη συνέχεια αυτή τη διαδικασία και ως «πλαίσιο διαχείρισης» των αντιδράσεων απέναντι στην κυβερνητική πολιτική. Μάλιστα, συνέδεσε αυτές τις αντιδράσεις με «μικροδιεκδικητισμό».

Πώς μπορούμε όμως να «διαχειριστούμε» τις αντιστάσεις απέναντι σε μέτρα που δεν πιστεύουμε, οργανώνοντας την κοινωνική συναίνεση γύρω απ’ αυτά; Και κυρίως, από πότε η κοινωνική αποδοχή ή η κοινωνική ειρήνη είναι αναγκαίος όρος για τη στρατηγική μιας κυβέρνησης της αριστεράς; Ό,τι κι αν κάνουμε όμως, αντιστάσεις θα υπάρξουν, μικρές ή μεγαλύτερες. Το θέμα είναι πώς θα σταθούμε εμείς απέναντι σε αυτές.

Αν θα τις δούμε ως «εμπόδιο» ή ως εργαλείο πίεσης και διαπραγμάτευσης απέναντι σε αυτούς που επιβάλουν ένα πρόγραμμα υπό το καθεστώς του εκβιασμού. Έτσι έβλεπε η κυβέρνηση τις κοινωνικές διεργασίες την περίοδο της διαπραγμάτευσης.

Κι αν δεχτούμε ότι η διαπραγμάτευση δεν τελείωσε στις 12 Ιούλη, ότι η εφαρμοζόμενη πολιτική είναι μια δυναμική διαδικασία, τότε αυτή δεν θα πρέπει να υπόκειται μόνο στην αντιπαράθεση μεταξύ δανειστών και κυβέρνησης, αλλά και στην ίδια την κοινωνική σύγκρουση, εντός και εκτός Ελλάδας.

Εν κατακλείδι, η επικράτηση του TINA (there is no alternative) δεν κρίνεται στην «υποταγή στο ευρώ», όπως κάποιοι καλλιεργούν, αλλά στο αν θα σταματήσει ο ΣΥΡΙΖΑ να πιστεύει και να μάχεται για έναν άλλο κόσμο.

Γιώργος Διάκος, μέλος ΟΜ Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ Παγκρατίου


Πηγή: Αυγή
Print Friendly, PDF & Email
Share